ΡΑΨΩΔΙΑ Π

Με την χαραυγή ο Εύμαιος με χαρά υποδέχτηκε τον Τηλέμαχο που μόλις είχε φτάσει περπατώντας στο κατώφλι του.

Ο χοιροβοσκός του σύστησε τον φιλουξενούμενο ζητιάνο, που δεν ήταν άλλος από τον μεταμφιεσμένο Οδυσσέα, να προσπαθεί με πεγάλη δυσκολία να κρατήσει τα δάκρυά του που έβλεπε μετά από τόσα χρόνια το παιδί του. Ο Τηλέμαχος ζήτησε από τον Εύμαιο να βρει την Πηνελόπη και να της πει να μην ανησυχεί και ότι ήταν υγιής και ασφαλής στο σπίτι του Εύμαιου.

Ο Εύμαιος έφυγε τρέχοντας δίχως να χάσει χρόνο. Ο Οδυσσέας βγαίνοντας από την καλύβα, τον περίμενε η Αθηνά,η οποία τον μεταμόρφωσε και πάλι στον μεγαλοπρεπή βασιλιά της Ιθάκης, μιας και ήταν στο σχέδιό της να αποκαλυφθεί ο πατέρας στον γιο.

Στην αρχή ο Τηλέμαχος πίστεψε ότι ο Οδυσσέας ήταν ένας θεός. Εκείνος όμως τον βεβαίωσε ότι ήταν ο πατέρας του ο Οδυσσέας. Του εξήγησε ότι η Αθηνά τον είχε μεταμορφώσει σε ζητιάνο.

Ο Τηλέμαχος αγκάλιασε τον πατέρα του για πρώτη φορά ως ανδρειωμένο παλικάρι με δάκρυα χαράς κι έτσι πατέρας και γιος έμειναν αγκαλιασμένοι για πολλή ώρα. Ο Οδυσσέας εξιστόρησε στον Τηλέμαχο τις περιπέτειές του και με ποιον τρόπο έφτασε στην Ιθάκη με το καράβι των Φαιάκων. Τον έβαλε να υποσχεθεί ότι δεν θα αποκάλυπτε σε κανέναν την πραγματική του ταυτότητα, καθώς οι θεοί ήθελαν να πάρει εκδίκηση από τους μνηστήρες. Αυτό θα γινόταν εκτελώντας το σχέδιό του ώστε κανείς από τους εχθρούς του να μην αντιληφθεί ποιος πραγματικά ήταν ο ζητιάνος.