ΡΑΨΩΔΙΑ Ε

Επάνω στον Όλυμπο, στο παλάτι του Δία είχαν μαζευτεί οι θεοί και συζητούσαν για θέματα των ανθρώπων. Η Αθηνά για μια ακόμα φορά παρακάλεσε τον πατέρα των θεών να ευνοήσει τον Οδυσσέα ώστε να επιστρέψει στην Ιθάκη. Η Αθηνά άρχισε να διηγείται εκεί στη μάζωξη των θεών, τα δεινά και τις περιπέτειες του Οδυσσέα, προκαλώντας το ενδιαφέρον και των υπόλοιπων θεών.

Ο Δίας κάλεσε τον Ερμή και τον πρόσταξε να μεταφέρει στην Καλυψώ την βούλησή του να διευκολύνει τον Οδυσσέα να φύγει από το νησί, βοηθώντας τον μάλιστα να κατασκευάσει μια πλωτή σχεδία, με την οποία θα μπορούσε να φτάσει μέχρι το νησί των Φαιάκων, τη σημερινή Κέρκυρα. Από εκεί, θα μπορούσε να γυρίσει με κάποιο τρόπο στην πατρίδα του. Έχοντας στείλει τον Ερμή στην Καλυψώ, ο Δίας ζήτησε από την Αθηνά να βοηθήσει τον Τηλέμαχο που κινδύνευε η ζωή του από την ενέδρα των μνηστήρων, και η Αθηνά μέταξε μεμιάς για να προστατεψει τον γιο του Οδυσσέα.

Ο Ερμής πέταξε σαν σαΐτα επάνω από την απέραντη θάλασσα και μετά από λίγο συνάντησε την Καλυψώ, που τον καλωσόρισε εμπρός στην εστία του παλατιού της. Μόλις έμαθε το θέλημα του Δία, η μάγισσα εξοργίστηκε εναντίον όλων των «ζηλιάρηδων» θεών, καθώς ήταν σκοπός της να κάνει τον Οδυσσέα αθάνατο και να τον παντρευτεί δεσμεύοντάς τον για πάντα δίπλα της. Ήταν αδύνατον όμως να παρακούσει την βούληση του πατέρα των θεών κι έτσι απάντησε στον Ερμή ότι θα αποδεχόταν τις διαταγές του Δία.

Η Καλυψώ συνάντησε τον Οδυσσέα να αγναντεύει τον ωκεανό θρηνώντας και αναπολώντας μελαγχολικά την Ιθάκη, όπως έκανε διαρκώς τον τελευταίο καιρό. Η νεράιδα μετέφερε με απροθυμία τις προσταγές του Δία στον Οδυσσέα, καθώς και ότι θα τον βοηθούσε σε ότι χρειαζόταν προκειμένου να φτιάξει ένα πλεοούμενο για να σαλπάρει μακριά από το νησί της. Ο Οδυσσέας ενθουσιάστηκε όταν κατάλαβε ότι επιτέλους θα επέστρεφε στην αγαπημένη του Ιθάκη. Του πήρε μόνο τέσσερις μέρες για να φτιάξει με μαεστρία μια ιστιοφόρα σχεδία, με τα υλικά που του παρείχε η μάγισσα και το επόμενο πρωί ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής.

Για κακή του τύχη ο Ποσειδώνας κατάλαβε την δέκατη έβδομη ημέρα του ταξιδιού, ότι ο Οδυσσέας βρισκόταν καταμεσής του πελάγους και μάλιστα ότι σε αυτήν την προδοσία συμμετείχαν και οι άλλοι θεοί. Ο οργή του ξεχείλισε, χτύπησε με δύναμη την τρίαινά του στη θάλασσα προκαλώντας θύελλα και γιγάντια κύματα που σχεδόν έπνιξαν τον δύστυχο Οδυσσέα.

Ο Οδυσσέας προσπαθούσε μάταια να κρατηθεί με τη σχεδία του στην επιφάνεια της θάλασσας, τελικά μετά από ώρες η σχεδία του έγινε κομμάτια από την φουρτούνα αφήνοντάς τον για άλλες δύο μέρες να παλεύει με τα κύματα επάνω σε ένα κομμάτι ξύλο. Ευτυχώς για εκείνον τον λυπήθηκε η Νηρηίδα Λευκοθέα, του έδωσε το μαντήλι της, με το οποίο κρατιόταν ασφαλής στην επιφάνεια του νερού. Η θεά Αθηνά με τη σειρά της μετέφερε με αφανή τρόπο το σώμα του Οδυσσέα προς την ξηρά. Εκεί ο Οδυσσέας πάτησε μετά από πολύ καιρό σε στεριά και όπως ήταν εξουθενωμένος και χωρίς ρούχα, κοιμήθηκε ανάμεσα στις φυλλωσιές της ακτής.