ΡΑΨΩΔΙΑ Ξ

Ο Οδυσσέας σύντομα έφτασε μέσα από το μονοπάτι που οδηγούσε στην καλύβα του Εύμαιου. Ο χοιροβοσκός σύμφωνα με το νόμο του Ξένιου Δία, υποδέχτηκε τον ξένο στο σπιτικό του. Στη συνέχεια έκοψε ένα γουρουνόπουλο για να κάνει το τραπέζι στον φιλοξενούμενό του.

Ο Εύμαιος τότε ανοίχτηκε στον ξένο λέγοντάς του το παράπονό του για την απουσία του Οδυσσέα καθώς και ότι οι μνηστήρες έτρωγαν και έπιναν από το βιος του κυρίου του. Ο Οδυσσέας επέλεξε να μην του αποκαλύψει την ταυτότητά του παρόλο που αγαπούσε τον πιστό του υπηρέτη. Επινόησε και του είπε μια φανταστική ιστορία για τον εαυτό του. Του δήλωσε όμως με σιγουριά ότι ο Οδυσσέας θα επέστρεφε στην Ιθάκη. Μετά από λιγο έφτασαν οι τρεις βοηθοί του Εύμαιου, οπότε μετά το δείπνο έπεσαν όλοι τους για ύπνο στο φτωχικό του χοιροβοσκού.

ΡΑΨΩΔΙΑ Ο

Η θεά Αθηνά από την άλλη πέταξε ευθύς στη Σπάρτη όπου συνάντησε τον Τηλέμαχο. Τον συμβούλεψε να επιστρέψει το συντομότερο στην Ιθάκη, επειδή ο πατέρας της μητέρας του την προέτρεψε να ενδώσει και να παντρευτεί έναν από τους μνηστήρες, τον Ευρύμαχο. Του είπε παράλληλα να μην ακολουθήσε την διαδιρομή από τη Σάμη, καθώς οι μνηστήρες του είχαν στήσει ενέδρα. Αντίθετα θα έπρεπε να άραζε σε κάποιο άλλο μικρό ορμίσκο και να πήγαινε πεζός στο καλύβι του Εύμαιου.

Ο Τηλέμαχος ακολούθησε την συμβουλή της Αθηνάς, ξύπνησε τον Πεισίστρατο, αποχαιρέτησε τον Μενέλαο και την Ελένη και σάλπαραν για την Πύλο. Αργότερα όταν έφτασαν στο παλάτι του Νέστορα,ο Τηλέμαχος εφοδίασε το καράβι για την Ιθάκη και ξεκίνησε αμέσως φανερά ανήσυχος για την παγίδα των μνηστήρων.

Εντωμεταξύ ο Οδυσσέας που γευμάτιζε με τον Εύμαιο, τον ρώτησε αν θα τον συμβούλευε να πάει να ζητιανέψει από τους μνηστήρες στο παλάτι του Οδυσσέα. Ο Εύμαιος φυσικά τον απέτρεψε να συναντήσει τους μνηστήρες. Συνεχίζοντας τη συζήτηση ο Εύμαιος είπε στον μεταμορφωμένο Οδυσσέα για την τύχη της μητέρας του, και του γέρο Λαέρτη που είχε απομακρυνθεί από το παλάτι.

Την ίδια στιγμή ο Τηλέμαχος με τους ναύτες του άραξαν για λίγο στο λιμανάκι που ήταν αρκετά κοντά στην καλύβα του Εύμαιου. Στο απάγκιο λιμανάκι έφαγαν και ήπιαν και στη συνέχεια ο Τηλέμαχος έστειλε το πλήρωμά του με το καράβι πίσω στην Ιθάκη, ενώ εκείνος θα επισκεπτόταν την καλύβα του Εύμαιου. Η Αθηνά του είχε διατάξει να στείλει τον Εύμαιο στη μητέρα του, για να την καθησυχάσει ότι ήταν ασφαλής.