ΡΑΨΩΔΙΑ Μ
Ο Οδυσσέας με το πλήρωμά του επέστρεψαν στο νησί της Κίρκης. Μόλις εφοδιάστηκαν για το υπόλοιπό τους ταξίδι, η Κίρκη προειδοποίησε τον Οδυσσέα πως θα έπρεπε να αντιμετωπίσει στη διαδρομή του τις Σειρήνες,
...πανέμορφες ανθρωποφάγες γοργόνες και τον συμβούλεψε ότι θα έπρεπε να τις αποφύγει πάση θυσία για να μην αποπλανηθεί από το γοητευτικό τους τραγούδι. και κυρίως δεν θα έπρεπε να παρασυρθεί από το μαγικό τραγούδι τους. Αν κατέφερνε να ξεφύγει από τις Σειρήνες θα συναντούσε το στενό με δύο τέρατα, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Η Σκύλλα ήταν ένα τέρας με δώδεκα πόδια και έξι κεφάλια με τα οποία καταβρόχθιζε τους άτυχους ναυτικούς. Η Χάρυβδη μια αχόρταγη Δίνη που τρεις φορές τη μέρα ρουφούσε τεράστιους όγκους θαλασσινού νερού, μεζί με τα παραπλέοντα σκάφη και τα πληρώματά τους. Η Κίρκη τελείωσε με μια ακόμα συμβουλή στον Οδυσσέα, να μην αγγίξει καμιά από τις ιερές αγελάδες του θεού Ήλιου, όταν θα 'εβρισκε το νησί του.
Με αυτά τα εφόδια και τις προειδοποιήσεις της μάγισσας, σάλπαρε ο Οδυσσέας για το ταξίδι της επιστροφής. Πράγματι σύντομα έφτασαν κοντά στις Σειρήνες, όπου ο Οδυσσέας ζήτησε από τους συντρόφους του να τον σφιχτοδέσουν στο κατάρτι ενώ οι ίδιοι θα έπρεπε να βουλώσουν με κερί τα αυτιά τους, ώστε να μην ακούνε το γλυκό τραγούδι των γοργόνων. Όταν το πλοίο πέρασε δίπλα στο νησί, οι Σειρήνες άρχισαν να γλυκοτραγουδούν τόσο όμορφα, που ο Οδυσσέας ένιωσε την ακατανίκητη επιθυμία να πάει κοντά τους. Μάταια φώναζε όσο πιο δυνατά μπορούσε στους συντρόφους του να τον λύσουν για να τις συναντήσει. Εκείνοι όμως ακολούθησαν τις διαταγές που τους είχε δώσε νωρίτερα και κωπηλατούσαν με όλη τους τη δύναμη, μακριά από τις Σειρήνες και τον θανάσιμο κίνδυνο.
Έχοντας γλυτώσει από τις πανέμορφες μα θανάσιμε Σειρήνες, οι Ιθακήσιοι ναυτικοί έφτασαν κοντά στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Η Κίρκη είχε συμβουλέψει τον Οδυσσέα να στρέψει το καράβι του πιο κοντά στην Σκύλλα, όπως και έκανε. Εκεί τα έξι τερατώδη κεφάλια της άρπαξαν έξι από τους συντόφους του Οδυσσέα και τους καταβρόχθησαν, έτσι όμως σώθηκαν οι υπόλοιποι που τραβούσαν κουπί με όση δύναμη είχαν και με φρίκη καθώς έβλεπαν τους συντρόφους τους να χάνονται.
Έτσι απέφυγαν το σίγουρο θάνατο που τους επιφύλασσε η Χάρυβδη, και σύντομα το καράβι του Οδυσσέα έφτανε στο πανέμορφο νησί του θεού Ήλιου. Εκεί ζούσαν ανέμελα στα λιβάδια τα ιερά βόδια του θεού, τα οποία όμως ο Οδυσσέας ζήτησε από τους συντρόφους του να υποσχεθούν ότι δεν θα πείραζαν, αλλιώς θα το μετάνιωναν πικρά.
Δυστυχώς κατά την παραμονή τους στο νησί ο άνεμος δεν ευνοούσε να σαλπάρουν μακριά, έτσι σύντομα άρχισαν να ξεμένουν από τρόφιμα. Μια μέρα μόλις ο Οδυσσέας επέστρεψε από το κυνήγι μήπως βρει κάτι για να φάνε, το κακό είχε ήδη γίνει. Αντίκρυσε τους συντρόφους του να έχουν σφάξει δυο από τις ιερές αγελάδες του θεού Ήλιου και να τις ψήνουν. Όταν τελείωσαν το φαγητό, σκοτείνιασε ο ουρανός και ξεχύθηκαν ισχυροί άνεμοι εναντίον τους. Ο Δίας κεραυνοβόλησε το καράβι του Οδυσσέα και των συντρόφων του στέλνοντάς το στον πυθμένα της θάλασσα. Ο μόνος που κατάφερε να σωθεί επάνω σε ένα κομμάτι ξύλου ήταν ο Οδυσσέας.
Ο δυνατός αέρας τον έστειλε και πάλι στα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης, η οποία άρχισε να καταπίνει τη θάλασσα μαζί με τον άτυχο Οδυσσέα. Για καλή του τύχη μπόρεσε να πιαστεί γερά από ένα κλαδί ελιάς που ήταν ριζωμένη σε ένα βράχο, όπου περίμενε μέχρι το Τέρας να ξεράσει και πάλι το ξύλινο του πλεούμενο και να μπορέσει να απομακρυνθεί.
Πολύ αργότερα η σχεδία του Οδυσσέα έφτασε στο νησί της Ωγυγίας, που ταυτίζεται με τη σημερινή Γαύδο στα νοτιοδυτικά της Κρήτης. Εκεί ζούσε η νεράιδα Καλυψώ, η οποία τον ερωτεύτηκε και τον κράτησε για χρόνια κοντά της, ώσπου με την παρέμβαση των θεών του επέτρεψε να ταξιδέψει και πάλι για την Ιθάκη. Ο Οδυσσέας τελείωσε τη περιγραφή του ταξιδιού του στην συνέλευση των Φαιάκων, διηγούμενος και όλη του τη διαδρομή μέχρι να ναυαγήσει και να φτάσει μπροστά τους. Για άλλη μια φορά ο Οδυσσέας παρακάλεσε τον βασιλιά και τους άρχοντες των Φαιάκων να τον βοηθήσουν να γυρίσει στην Ιθάκη.