!-- Open Graph / Facebook -->

ΡΑΨΩΔΙΑ Φ

Τότε μια ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό της Πηνελόπης. Αποχώρησε από την μεγάλη αίθουσα μαζί με δύο δούλες. Όταν επέστρεψε κρατούσε στα χέρια της ένα στοιβαρό μα περίτεχνο τόξο μαζί με τη θήκη και τα βέλη του, που ανήκαν στον βασιλιά της Ιθάκης. Η Πηνελόπη απευθύνθηκε στους μνηστήρες καταγγέλοντάς τους ότι έτρωγαν κι έπιναν από το βιος της και του συζύγου της, μη σεβόμενοι κάνοντας κατάχρηση των νόμων της φιλοξενίας. Δήλωσε ότι θα δεχόταν να παντρευτεί εκείνον που τα κατάφερνε να λυγίσει το τόξο του Οδυσσέα και θα περνούσε ένα βέλος από την τρύπα που θα θα δημιουργούσαν δώδεκα πέλεκες που θα στήνονταν στη σειρά.»

Ο Ευμαίος ανέλαβε να στήσει προσεκτικά τα δώδεκα πελέκια σε μια σειρά, ώστε να μπορεί να τα διαπεράσει ένα βέλος. Οι μνηστήρες είχαν μείνει αποσβολωμένοι να παρακολουθούν τη διαδικασία. Ο Τηλέμαχος που αντιλήφθηκε την δυσκολία του εγχειρήματος αποφάσισε να δοκιμάσει πρώτος να λυγίσει το τόξο του πατέρα του. Σήκωσε το βαρύ τόξο, τύλιξε τη χορδή γύρω από το βέλος και το τράβηξε με όλη του τη δύναμη, για να την δέσει στην άλλη πλευρά του τόξου, χωρίς να τα καταφέρει. Έκανε και μια δεύτερη προσπάθεια αλλά μάταια. Στην τρίτη παραλίγο να το κατορθώσει, αλλά ο Οδυσσέας του έγνεψε να μην το κάνει. Ο Τηλέμαχος παρέδωσε το τόξο στους μνηστήρες καλώντας τους να δοκιμάσουν εκείνοι, αφού αυτός ήταν ίσως πολύ μικρός για να το καταφέρει.

Ο πρώτος μνηστήρας που το δοκίμασε ήταν ο Λειώδης. Βάζοντας όλη του τη δύναμή για να το τεντώσει, δεν τα κατέφερε, απελπίστηκε και παραιτήθηκε από το δικαίωμα στο γάμο. Ο Οδυσσέας εκείνη την ώρα αποφάσισε να πάρει έξω από την αίθουσα τον Εύμαιο και τον Φιλοίτιο, που ήταν ο γελαδάρης και πιστός στον Οδυσσέα και να τους δείξει την ουλή από το δόντι του αγριογούρουνου που γνώριζαν όπως και η Ευρύκλεια για τον Οδυσσέα. Έτσι τους αποκαλύφθηκε ο Οδυσσέας κι εκείνοι μη μπορώντας να το πιστέψουν, τον έκλεισαν στην αγκαλιά τους με δάκρυα χαράς.

Ο Οδυσσέας ήξερε ότι κανείς από τους μνηστήρες δεν θα μπορούσενα λυγίσει το τόξο. Αποκάλυψε έτσι την ταυτότητά τους στους πιστούς του βοσκούς, για να τον βοηθήσουν. Ο ρόλος του Εύμαιου ήταν να πάρει στο τέλος το τόξο και να το παραδώσει στα χέρια του Οδυσσέα. Μετά θα πήγαινε να πει στην Ευρύκλεια να κλειδωθεί μαζί με όλες τις δούλες σε ένα δωμάτιο, καθώς θα ακολουθούσε μεγάλο κακό.

Ο Φιλοίτιος με τη σειρά του θα έπρεπε να κλειδώσει και να σιγουρέψει ότι κανείς δεν θα μπορούσε να φύγει από τις πόρτες της αυλής. Τότε μπήκαν και πάλι στην αίθουσα του θρόνου και έμειναν μέχρι να τελειώσει ο διαγωνισμός. Την ώρα εκείνη δοκίμαζε την τύχη του ο μεγαλόστομος Ευρύμαχος. Έβαλε το δοξάρι κοντά στην φλόγα για να λυγίζει ευκολότερα και είχε αλείψει με λίπος τη χορδή. Ούτε και τότε όμως κατέφερε να λυγίσει το τόξο.

Ο Αντίνος που ήταν φανερά ο αρχηγός των μνηστήρων, φοβήθηκε ότι είχε κι εκείνος σειρά να αποτύχει. Συλλογίστηκε λοιπόν και είπε ότι κακώς έπαιρναν μέρος όλοι τους σε άλλο ένα τέχνασμα της Πηνελόπης. Α τελείωναν το γεύμα τους και ας έπιναν, όπως έκαναν τόσο καιρό. Οι υπόλοιποι μνηστήρες το βρήκαν λογικό και καθώς ήταν έτοιμοι να παρατήσουν το διαγωνισμό πήρε το λόγο ο Οδυσσέας.

Μήπως να δοκίμαζε κι εκείνος, είπε, καθώς όταν ήταν νεώτερος τα πήγαινε καλά στην τοξοβολία. Οι μνηστήρες γέλασαν και χλεύασαν τον ζητιάνο που τόλμησε να προσβάλλει έτσι τους άρχοντες και την βασίλισσα. Μάλιστα ο Αντίνος τον ποροειδοποίησε να μην απλώσει χέρι στο τόξο. Τότε μίλησε ο Τηλέμαχος και είπε ότι ακόμα και ο ξένος θα μπορούσε να δοκιμάσει εκτός συναγωνισμού, αφού πλέον ο διαγωνισμός είχε τελειώσει. Μάλιστα έστειλε την μάνα του στα διαμερίσματά της.

Όταν η Πηνελόπη αποχώρησε από την μεγάλη αίθουσα, ο Εύμαιος εκτέλεσε τις προσταγές του Οδυσσέα. Του έδωσε το τόξο κι έσπευσε να ειδοποιήσει την Ευρύκλεια. Ομοίως έπραξε ο Φιλοίτιος που έτρεξε πίσω του.

Ο Οδυσσέας πήρε το τόξο στο ένα του χέρι, τράβηξε τη χορδή με το άλλο, μέχρι που λύγισε τέλεια το δοξάρι. Πέρασε ένα βέλος στη χορδή και το εκτόξευσε επιδέξια περνώντας το μέσα από τα δώδεκα τσεκούρια μέχρι την άλλη πλευρά της αίθουσας.

Οι μνηστήρες πετάχτηκαν από τις θέσεις τους κι έμειναν έκπληκτοι να κοιτάζουν σιωπηλοί τον ζητιάνο που τους ρεζίλεψε όλους.

Ο Οδυσσέας έγνεψε στον Τηλέμαχο, να πάρει αμέσως το δόρυ του. Εκείνος υπάκουσε και στάθηκε δίπλα στον «φιλοξενούμενό» του.