ΡΑΨΩΔΙΑ Χ
Ο Οδυσσέας πέταξε τα κουρέλια του ζητιάνου κι εμφανίστηκε ως μεγαλόπρεπος ήρωας που πραγματικά ήταν. Χωρίς να χάσει καιρό εκτόξευσε το πρώτο του βέλος διαπερνώντας στο λαιμό του Αντίνου, σκοτώνοντάς τον ακαριαία.
Οι μνηστήρες αρχικά δεν είχαν καταλάβει ποιος ήταν ο ξένος και άρχισαν να τον απειλούν και να τον κατηγορούν για φόνο. Μετά τον πρώτο πανικό έτρεξαν να βρουν όπλα και ασπίδες, αλλά ο Τηλέμαχος τα είχε κρύψει.
Ο Οδυσσέας τους φώναξεοργισμένα: «Σκύλοι, θέλατε λοιπόν να παντρευτείτε την γυναίκα μου, τρώγατε και πίνατε ξεδιάντροπα μέσα στο σπίτι μου, κάνοντας κατάχρηση της φιλοξενίας όταν έλειπα. Να λοιπόν που ο Οδυσσέας γύρισε για να εκδικηθεί».
Τότε κατάλαβαν όλοι ποιον είχαν μπροστά τους. Ο Ευρύμαχος πρώτος βρήκε το θάρρος να μιλήσει και ικέτευσε τον Οδυσσέα να δείξει έλεος καθώς οι μνηστήρες είχαν πειστεί από τον Αντίνο να στήσουν παγίδα στον Τηλέμαχο. Μάλιστα ήταν πρόθυμοι να ξεπληρώσουν το χρέος τους απέναντί του με χρυσό και ζώα και ότι άλλο χρειαζόταν.
Ο Οδυσσέας έσφιξε τις γροθιές, λέγοντας ότι μόνο με τις ζωές του θα μπορούσαν να ξεχρεώσουν το κακό που του έκαναν. Ο Ευρύμαχος έβγαλε το μαχαίρι από τη θήκη του, όμως ο ετοιμοπόλεμος Οδυσσέας τον έριξε νεκρό με ένα ακόμα βέλος. Ο Τηλέμαχος με τη σειρά του κάρφωσε το κοντάρι του στον Αμφίνομο, που κινήθηκε εναντίον του Οδυσσέα.
Ο Τηλέμαχος τότε άνοιξε το δωμάτιο όπου είχε κρύψει τα όπλα και μοίραξε δόρατα κράνη και ασπίδες σ'εκείνον, τον Εύμαιο και τον Φιλοίτιο. Ξέχασε όμως να κλειδώσει τη πόρτα και ο πιστός στους μνηστήρες Μελάνθιος το εκμεταλλεύτηκε για να εξοπλίσει και τους μνηστήρες που βρίσκονταν στη μεγάλη αίθουσα.
Η μάχη που ακολούθησε ήταν σκληρή και αμφίρροπη μέχρι που εμφανίστηκε ο Μέντορας, ο οποίος δεν ήταν άλλος από την Αθηνά που ήρθε με το μέρος του Οδυσσέα.Οι μνηστήρες μάλιστα απείλησαν ότι θα σκότωναν την οικογένεια του Μέντορα, προκαλώντας την οργή της θεάς που πέταξε το κοντάρι της σκοτώνοντας δύο μνηστήρες. Αντίθετα τα δόρατα των αντιπάλων έπεφταν επάνω της και εξοστρακίζονταν.
Ο Φήμιος που διασκέδαζε τους μνηστήρες με το τραγούδι του έπεσε γονυπετής, παρακαλώντας των Οδυσσέα να τον λυπηθεί καθώς τον είχαν αναγκάσει οι μνηστήρες να τους υπηρετεί. Έτσι ο Οδυσσέας πείστηκε ότι είχε παραμείνει πιστός και δεν τον πείραξε. Η μάχη έληξε με συντριπτική επικράτηση του Οδυσσέα και των φίλων του. Ο βασιλιά της Ιθάκης ζήτησε τότε από την Ευρύκλεια να τιμωρήσει τις άπιστες δούλες του, αρχικά με το να πλύνουν και να καθαρίσουν την αίθουσα από τα κορμιά των νεκρών μνηστήρων. Στη συνέχεια θα ακολουθούσαν κι εκείνες, μαζί με τον Μελάνθιο την ίδια μοίρα με τους μνηστήρες.
Τελικά ήρθαν οι υπόλοιπες πιστές δούλες που υποδέχτηκαν με αναμμένες δάδες και δάκρυα χαράς τον αφέντη τους. Τον έντυσαν με τη βασιλική φορεσιά του, δίνοντας χαρά στον Οδυσσέα που ένιωσε κι εκείνος συγκίνηση από την υποδοχή που του έκαναν.