ΡΑΨΩΔΙΑ Ι

«Αυτός είμαι εγώ,ο Οδυσσέας,γιος του Λαέρτη,βασιλιάς της Ιθάκης», αποκρίθηκε στον βασιλιά Αλκίνο. Ήταν ο λόγος που συγκινούταν με κάθε τραγούδι για την Τροία του Δημόδοκου. Οι άρχοντες και οι παρόντες Φαίακες σταμάτησαν να μιλούν και όλοι τους ένιωσαν να συμπάσχουν με τον πόνο του πολύπαθου Οδυσσέα.

Αυτήν του την ταλαιπωρία και τις περιπέρειες, ο Οδυσσέας ξεκίνησε να διηγείται ευθύς αμέσως καταμεσής της αίθουσας τους θρόνου σε όλους, ώστε να αντιληφθούν πόσο πολύ λαχταρούσε να γυρίσει στην Ιθάκη. Άρχισε τότε να μοιράζεται τον πόνο του ο Οδυσσέας, πώς σάλπαραν από την Τροία με το πλοίο τουόταν ένας θυελλώδης άνεμος έστειλε εκείνον και τους συντρόφους του στην χώρα των φοβερών Κικόνων. Οι Κίκονες ήταν ένας βάρβαρος λαός που όταν κατάλαβαν τους συντρόφους του Οδυσσέα χύμηξαν κατά πάνω τους. Στην φονική μάχη που ξεκίνησε ο Οδυσσέας έχασε έξι από τους συντρόφους του.

Μετά την χώρα των Κικόνων το καράβι του Οδυσσέα έπιασε στεριά στο νησί των Λωτοφάγων. Οι σύντροφοι του Οδυσσέα έσπευσαν να φάνε από τους λωτούς των δέντρων. Ο Οδυσσέας τους προειδοποίησε να μην φάνε από τα φρούτα,μιας και όποιος έκανε το λάθος αυτό,θα ξεχνούσε τους αγαπημένους και την πατρίδα του για πάντα. Όταν ξέφυγαν και από το νησί των Λωτοφάγων, χτυπήθηκαν πάλι από ισχυρό άνεμο και φουρτούνα, που παράσυρε σε άγνωστα νερά το καράβι του Οδυσσέα. Πέρασαν μέρες μέχρι που έφτασαν στο νησί με τους Κύκλωπες. Οι Κύκλωπες ήταν θηριώδεις γίγαντες,με ένα μάτι στη μέση του μετώπου. Ζούσαν βόσκοντας τα πρόβατά τους και ζούσαν απομονωμένοι,σε σπηλιές,ο ένας από τον άλλον.

Ο Οδυσσέας μάζεψε μερικούς συντρόφους του και κίνησε μαζί να γνωρίσουν το νησί και να βρουν προμήθειες και τρόφιμα. Μαζί τους έφεραν και ένα ασκί με γλυκό κρασί. Η ομάδα σύντομα έφτασε να εξερευνήσει την είσοδο ενός σπηλαίου, μέσα στο οποίο ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του βρήκαν άφθονο τυρί και γάλα από αρνί. Μετά από λίγο μπήκε μέσα στη σπηλιά ένα κοπάδι πρόβατα,ενώ πίσω του εμφανίστηκε ο γίγαντα Κύκλωπας της σπηλιάς, που μόλις είδε τους ανθρώπους να κλέβουν το τυρί του, άρπαξε έναν τεράστιο βράχο και σφράγισε την είσοδο του σπηλαίου κλείνοντάς τους όλους μέσα.

Ο Κύκλωπας φώναξε άγρια στους μικροσκοπικούς «εισβολείς» και τους είπε ότι ήταν γιος του θεού της θάλασσας και ονομαζόταν Πολύφημος. «Πώς τολμήσατε να μπείτε στη σπηλιά μου;» ρώτησε. Ο Οδυσσέας ανέλαβε απάντησε στον κύκλωπα αποφεύγοντας όμως να του πει το όνομά του. «Είμαστε Έλληνες που επιστρέφουμε από την Τροία. Το όνομά μου είναι Κανένας», απάντησε στον κύκλωπα Πολύφημο. Μετά του ζήτησε ευγενικά να τον βοηθήσει να βρει το δρόμο του γυρισμού από την Τροία. Ο γιος του Ποσειδώνα τον κορόιδεψε, άρπαξε δύο συντρόφους του και τους έκανε μια χαψιά, προκαλώντας τρόμο στον Οδυσσέα και τους συντρόφους του,έπειτα έπεσε για ύπνο. Το επόμενο πρωινό ο Πολύφημος έφαγε άλλους δύο. Έβγαλε τα πρόβατα έξω από το σπήλαιο και έφραξε ερμητικά και πάλι την είσοδο με τον βράχο, που δεν θα μπορούσαν να μετακινήσουν ούτε εκατό άντρες, πόσο μάλλον οι υπόλοιποι της ομάδας εξερεύνησης του Οδυσσέα. Ο πολυμήχανος Οδυσσέας τότε σκέφτηκε ένα πονηρό σχέδιο για να ξεφύγουν. Πήρε έναν χοντρό κορμό δέντρου που βρισκόταν μέσα στη σπηλιά, τον πελέκησαν μαζί με τους άλλους για να γίνει μυτερό στην άκρη του και το βούτηξαν μέσα στην κοπριά.

Όταν επέστρεψε το βράδυ ο Πολύφημος, έφαγε άλλους δύο συντρόφους του Οδυσσέα. Εκείνος τότε πήρε το λόγο και πρότρεψε τον Κύκλωπα να πιει κρασί, κάτι που συνήθιζαν οι Αχαιοί μετά το φαγητό κι έτσι του έδωσε από το κρασί που είχε μαζί του. Ο Κύκλωπας που δεν είχε ξαναπιεί, γλυκάθηκε με τη γεύση του κρασιού. Το ήπιε όλο με ενθουσιασμό και μετά από λίγο αποκοιμήθηκε βαθιά. Ήταν η ευκαιρία που περίμεναν ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του. Σήκωσαν το μυτερό ξύλινο κορμό,τον έβαλαν στη φωτιά να πυρακτωθεί και το έχωσαν με φόρα στο μάτι του κύκλωπα για να τον τυφλώσουν. Ο Πολύφημος ούρλιαξε από τον πόνο κι έτσι όπως δεν μπορούσε να δει,δεν μπορούσε να εντοπίσει τους μικρόσωμους άντρες που έτρεχαν γύρω του, μέσα στο σπήλαιο. Ο γιος του Ποσειδώνα κάλεσε τους άλλους Κύκλωπες του νησιού να τον βοηθήσουν,επειδή τον είχε τυφλώσει ο Κανένας! «Μιας και κανένας δεν σε τύφλωσε,μη μας σκοτίζεις!», του απάντησαν εκείνοι.Σε μια τελευταία προσπάθειά του να πιάσει του Αχαιούς που τον τύφλωσαν, ο Πολύφημος μετακίνησε το βράχο αφήνοντας έτσι τα πρόβατα να βγουν έξω από τη σπηλιά του. Ο Κύκλωπας ψηλαφούσε τις ράχες των ζώων για να παγιδεύσει τους ξένους, εκείνοι όμως κρέμονταν κάτω από τις κοιλιές των προβάτων.Με αυτό το έξυπνο σχέδιο ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του απελευθερώθηκαν κι έτρεξαν πίσω προς το πλοίο.

Σύντομα είχαν απομακρυνθεί από τον γιγάντιο Κύκλωπα και τότε ο Οδυσσέας χλευάζοντας τον γιο του Πόσειδώνα φώναξε δυνατά:«Αν σε ρωτήσουν ποιος στ'αλήθεια σε τύφλωσε Πολύφημε,πες τους ότι το έκανε ο Οδυσσέας,βασιλιάς της Ιθάκης!». Ο Πολύφημος τότε άρπαξε έναν βράχο και τον εκτόξευσε εναντίον του σκάφους. Μάλιστα λίγο έλλειψε να το βυθίσει. Μετά σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και προσευχήθηκε στον πατέρα του τον Ποσειδώνα,παρακαλώντας τον να τιμωρήσει τον Οδυσσέα για χάρη του.