ΡΑΨΩΔΙΑ Δ

Ο Νέστωρ έστειλε μαζί με τον Τηλέμαχο και τον δικό του γιο, τον Πεισίστρατο. Μια μέρα έκανε η άμαξα να φτάσει στην Σπάρτη. Εκεί ο Μενέλαος πάντρευε τα δυο παιδιά του.

Οι δυο επισκέπτες κάθισαν όπως πρόσταζε το έθιμο της φιλοξενίας στο τραπέζι του γάμου, χωρίς ακόμα να αποκαλύψουν τα ονόματά τους κι έπιασαν συζήτηση με τον Μενέλαο για την ματαιότητα της δόξας. Τότε ο βασιλιάς δάκρυσε για τον θάνατο του αδερφού του στις Μυκήνες από την γυναίκα του και τον εραστή της, και συγκινήθηκε όταν θυμήθηκε τον Οδυσσέα που ακόμα δεν είχε επιστρέψει στην πατρίδα του. Εκείνη τη στιγμή δάκρυσε και ο Τηλέμαχος στο άκουσμα της ιστορίας με τον πατέρα του.

Τότε η Ωραία Ελένη, ζήτησε να μάθει τον λόγο για τον οποίο ήρθαν οι δύο άντρες στην Σπάρτη. Ο Τηλέμαχος και ο συνοδοιπόρος του συστήθηκαν, φέρνοντας δάκρυα στα μάτια του Μενελάου και όσων βρίσκονταν στο τραπέζι.

Ο Μενέλαος εξιστόρησε και τις δικές του περιπέτειες, ώσπου να καταφέρει μαζί με τη γυναίκα του να επιστρέψει στο σπίτι τους. Όταν σάλπαραν από την Τροία, το πλοίο του παρασύρθηκε από θυελλώδεις ανέμους μέχρι την μακρινή Αίγυπτο. Εκεί τους λυπήθηκε η θεά Ειδοθέα, κόρη του Πρωτέα, που τους βοήθησε. Τους είπε μάλιστα ότι ο Οδυσσέας ήταν δέσμιος της μάγισσας Καλυψώς στο νησί της. «Μέχρι εκεί γνωρίζω Τηλέμαχε, για τον Οδυσσέα. Μακάρι να τον βοηθήσουν οι θεοί να επιστρέψει κι εκείνος», αποκρίθηκε ο Μενέλαος.

Εντωμεταξύ, οι Μνηστήρες στο παλάτι της Πηνελόπης αποφάσισαν να στήσουν δολοφονική ενέδρα στον Τηλέμαχο κατά την επιστροφή του στην Ιθάκη. Ένας δούλος που τους άκουσε, πήγε και ενημέρωσε την Πηνελόπη. Εκείνη έκλαψε γοερά ικετεύοντας για ώρα την θεά Αθηνά να προστατέψει τον γιο της, μέχρι που κοιμήθηκε αποκαμωμένη. Σε όνειρό της ήρθε τότε η Θεά μεταμορφωμένη σαν την αδελφή της την Ιφθίμη, η οποία της είπε λόγια παρηγοριάς, βεβαιώνοντάς την ότι ο γιος την θα επέστρεφε πίσω ασφαλής.