ΡΑΨΩΔΙΑ Η

Λίγο πριν τη δύση του ήλιου, ο Οδυσσέας έφτασε περπατώντας στην πόλη. Μια νέα κοπέλα, που την πραγματηκότητα ήταν η Αθηνά μεταμφιεσμένη,τον καθοδήγησε προς το βασιλικό παλάτι.

Μπαίνοντας στο παλάτι του Αλκίνου, εντυπωσιάστηκε από το χρυσάφι, τον χαλκό και όλον τον πλούτο,που βρισκόταν σε κάθε γωνιά. Ο Οδυσσέας μπήκε στην αίθουσα του θρόνου, όπου οι βασιλείς με άλλους άρχοντες είχαν μόλις πάρει το δείπνο τους. Ο Οδυσσέας φέρθηκε όπως τον είχε συμβουλέψει η Ναυσικά, πλησίασε την βασίλισσα Αρήτη,και χωρίς να απευθυνθεί στον Αλκίνο, γονάτισε και άγγιξε σεβάσμια τα γόνατά της.

Ο Οδυσσέας ικέτευσε την Αρήτη, κόρη του Ρηξήνορα, και παρακάλεσε εκείνη όπως και τον βασιλιά Αλκίνο, αλλά και τους υπόλοιπους άρχοντες των Φαιάκων, να τον βοηθήσουν να επιστρέψει στην πατρίδα του. Τότε ο Αλκίνος σήκωσε τον Οδυσσέα και τον έφερε στο τραπέζι να γευματίσει όπως πρόσταζε το έθιμο της φιλοξενίας και του ζήτησε να τους εμπιστευτεί τον πόνο του.

Μόλις τελείωσε το δείπνο ο Οδυσσέας διηγήθηκε στον Αλκίνο, πώς έχασε όλους τους συντρόφους του στη θάλασσα και πώς ναυάγησε μόνος επιζήσας στο νησί της νεράιδας Καλυψώς. Εκεί στην Ωγυγία, η μάγισσα τον κρατούσε αιχμάλωτο για χρόνια ολόκληρα. Εν συντομία κατέληξε πώς έφτασε στο νησί των Φαιάκων όπου η καλόκαρδη πριγκίπισσα Ναυσικά τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του, να ντυθεί και να φτάσει στο σημείο όπου βρισκόταν. Ο Οδυσσέας ωστόσο απέφυγε να αποκαλύψει το πραγματικό του όνομα.

Ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε από την ευγενική συμπεριφορά και την αρχοντιά του ξένου, μάλιστα σκέφτηκε ότι ίσως ήταν κάποιος με βασιλική καταγωγή που θα μπορούσε να παντρέψει με την κόρη του. Παρόλα αυτα, σεβάστηκε τη λαχτάρα του ξένου να επιστρέψει την πατρίδα του και τον βεβαίωσε ότι θα ετοίμαζε πλοίο για να τον γυρίσει εκεί, όσο μακριά κι αν βρισκόταν η χώρα του.

Η όψη του Οδυσσέα γαλήνεψε και η καρδιά ελάφρυνε στο άκουσμα ότι σύντομα θα βρισκόταν και πάλι στην πατρίδα του.

ΡΑΨΩΔΙΑ Θ

Την επόμενη μέρα η θεά Αθηνά φρόντισε, μεταμφιεσμένη σε κήρυκα, να καλέσει όλους τους κατοίκους να προσέλθουν για να θαυμάσουν τον ευγενή ξένο που οι Φαίακες ως λαός θα βοηθούσαν, ώστε να γυρίσει στην πατρίδα του.

Ο Αλκίνος με τον Οδυσσέα εμφανίστηκαν στην αγορά της πόλης και η θεά Αθηνά έδωσε στον Οδυσσέα ακόμα πιο λαμπερή και ηρωική κορμοστασιά. Στη συνέχεια γύρισαν στο παλάτι για να πάρουν το γεύμα τους, όπου ο αοιδός Δημόδοκος άρχισε να τραγουδάει για τον Τρωικό πόλεμο. Με τον μελωδικό του σκοπό εξυμνούσε τις επικές μάχες των Αχαιών ηρώων,του Αχιλλέα,του Αγαμέμνονα και του Οδυσσέα.

Ο Οδυσσέας με δυσκολία έκρυψε τα δάκρυά του, κάτι που πρόσεξε ο Αλκίνος, χωρίς όμως να το δείξει. Αργότερα, οργάνωσε αγώνες προς τιμήν του φιλοξενούμενου της πόλης. Έτσι η αγορά γέμισε με επισκέπτες και αθλητές από τα περίχωρα του βασιλείου,για να αγωνιστούν.

Μάλιστα ο δισκοβόλος με το όνομα Λαοδάμας προκάλεσε σε αγώνα τον Οδυσσέα,στην ρίψη του δίσκου. Ο Οδυσσέας στην αρχή αρνήθηκε ευγενικά, αλλά όταν τον προκάλεσε και ο αθλητής Ευρύαλος, αποφάσισε να δοκιμάσει κι εκείνος να ρίξει το δίσκο. Ο Οδυσσέας κράτησε επιδέξια τον μπρούτζινο δίσκο και δείχνοντας εμπειρία στο άθλημα τον τίναξε με ορμή, στέλνοντάς τον εύκολα πάνω σε ένα βράχο αρκετά έξω από την αγορά, ξεσηκώνοντας έτσι φωνές ενθουσιασμού και θαυμασμού στο κοινό που παρακολουθούσε.

Ο Αλκίνος θαυμάζοντας την ευγένεια και την αρχοντιά του φιλοξενούμενου, θεώρησε ότι θα μπορούσε να είναι ένας άρχοντας ή ακόμα και κάποιος βασιλιάς, που μάλιστα ίσως θα παντρευόταν την κόρη του. Όμως σεβόμενος τις επιθυμίες του ξένου, του ανακοίνωσε ότι σύντομα θα ήταν έτοιμο ένα πλήρωμα Φαιάκων, που θα τον πήγαινε πίσω στην μακρινή πατρίδα του.

Με το πέρας των αγώνων, ετοιμάστηκε και πάλι το τραπέζι του δείπνου στο παλάτι όπου είχε γεμίσει με άρχοντες που έσπευσαν να δουν και να τιμήσουν τον ξένο. Τώρα ο Δημόδοκος επέλεξε να τραγουδήσει τα ηρωικά κατορθώματα του Οδυσσέα στην Τροία που με το τέχνασμα του Δούρειου Ίππου κατάφερε με τους υπόλοιπους Αχαιούς να αλώσει την πόλη. Ο Οδυσσέας και αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να κρύψει τη συγκίνησή του.

Αυτή τη φορά ο Αλκίνος σταμάτησε τον Δημόδοκο και κοίταξε τον Οδυσσέα. Τον ρώτησε ποιο ήταν το όνομά του και γιατί το τραγούδι του Δημόδοκου για την Τροία του έφερνε στενοχώρια. Μήπως είχε κάποιον αγαπημένο φίλο ή αδερφό που χάθηκε στον πόλεμο εκείνο;