ΡΑΨΩΔΙΑ Λ
Ακολουθώντας τις οδηγίες της Κίρκης, ο Οδυσσέας κατέβηκε στον Άδη και ήρθε αντιμέτωπος με τους νεκρούς, πολλούς από τους οποίους γνώριζε από παλιά. Σύντομα βρήκε τον μάντη Τειρεσία,του πρόσφερε το κριάρι και τον παρακάλεσε να του δώσει χρησμό για την επιστροφή του στην Ιθάκη.
Ο μάντης του αποκάλυψε ότι η ταλαιπωρία του οφειλόταν στην οργή του θεού Ποσειδώνα, εξαιτίας του ότι είχε τυφλώσει τον γιο του τον κύκλωπα Πολύφημο. Τον συμβούλεψε επίσης, να μην αγγίξει τα ιερά βόδια του θεού Ήλιου όταν θα επισκεπτόταν το νησί του Ήλιου αργότερα στο ταξίδι του. Με την προϋπόθεση ότι αυτός και οι σύντροφοί του δεν πείραζαν τα ιερά ζώα, θα τους επιτρεπόταν να γυρίσουν στην πατρίδα τους.
Ο τειρεσίας ολοκλήρωσε τον χρησμό του και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Τότε ο Οδυσσέας συνάντησε την μητέρα του την Αντίκλεια, την οποία είχε δει τελευταία φορά ζωντανή προτού φύγει για την Τροία, γεγονός που τον γέμισε θλίψη. Εκείνη του αποκάλυψε ότι η Πηνελόπη του παρέμενε πιστή, ενώ ο Τηλέμαχος είχε πλέον αντρειωθεί. Ο πατέρας του ο γερό Λαέρτης είχε αποτραβηχθεί μακριά από το παλάτι, σε ένα κτήμα όπου ζούσε μόνος του.
Το μελόγαλα και το κρασί έλκυαν τους νεκρούς που άρχισαν να έρχονται στον Οδυσσέα. Εμφανίστηκαν η μητέρα του Ηρακλή η Αλκμήνη, η Ιοκάστη η μητέρα του Οιδίποδα ακόμα και ο βασιλιάς των Μυκηνών ο Αγαμέμνονας που φονεύθηκε από τη γυναίκα του και τον εραστή της. Εκείνος ρώτησε τον Οδυσσέα για τον γιο του τον Ορέστη, όμως ο βασιλιάς της Ιθάκης δεν γνώριζε την τύχη του. Μετά παρουσιάστηκαν και άλλοι μυθικοί ήρωες: ο Αίαντας, ο Αχιλλέας, ο Πάτροκλος μα και ο ίδιος ο Ηρακλής. Ο Οδυσσέας αναχώρησε και πάλι για τον κόσμο των ζωντανών με εφόδιο τον χρησμό του Τειρεσία και την ελπίδα ότι σύντομα θα τελείωναν τα βάσανά του.